- αλουργίς
- ἁλουργίς (-ίδος), η (AM)πορφυρή εσθήτααρχ.(ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός.ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλουργίς — purple robe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδα — ἁλουργίς purple robe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδας — ἁλουργίς purple robe fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδες — ἁλουργίς purple robe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδι — ἁλουργίς purple robe fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδος — ἁλουργίς purple robe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδων — ἁλουργίς purple robe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίσι — ἁλουργίς purple robe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίσιν — ἁλουργίς purple robe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουργίδιον — ἁλουργίδιον, το (Α) [ἁλουργίς] υποκοριστικό τού ἁλουργίς* … Dictionary of Greek